ευφορία

ευφορία
η (ΑΜ εὐφορία) [εύφορος]
1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά
2. το συναίσθημα τής ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία
νεοελλ.
ιατρ. έντονο αίσθημα ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή βελτίωση κατά τη διαδρομή μιας νόσου ή να αποτελεί κατάσταση διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα είτε υπό την επίδραση ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών
αρχ.
1. η ικανότητα να υπομένει κανείς εύκολα, η αντοχή
2. ικανοποίηση, ευχαρίστηση
3. αφθονία, πληθώρα
4. γονιμότητα («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)
5. περίοδος παραγωγικότητας
6. επιδεξιότητα κινήσεων, χορευτική χάρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐφορία — εὐφορίᾱ , εὐφορία power of enduring easily fem nom/voc/acc dual εὐφορίᾱ , εὐφορία power of enduring easily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορίᾳ — εὐφορίᾱͅ , εὐφορία power of enduring easily fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφορία — η 1. πλούσια παραγωγή, άφθονη καρποφορία, γονιμότητα: Ευφορία της γης. 2. αίσθημα ευεξίας του άρρωστου: Σήμερα έχει κάποια ευφορία ο ασθενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐφορίας — εὐφορίᾱς , εὐφορία power of enduring easily fem acc pl εὐφορίᾱς , εὐφορία power of enduring easily fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορίαι — εὐφορίᾱͅ , εὐφορία power of enduring easily fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορίαν — εὐφορίᾱν , εὐφορία power of enduring easily fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφοριῶν — εὐφορία power of enduring easily fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορίαις — εὐφορία power of enduring easily fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορίη — εὐφορία power of enduring easily fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορίην — εὐφορία power of enduring easily fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”