- ευφορία
- η (ΑΜ εὐφορία) [εύφορος]1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά2. το συναίσθημα τής ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξίανεοελλ.ιατρ. έντονο αίσθημα ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή βελτίωση κατά τη διαδρομή μιας νόσου ή να αποτελεί κατάσταση διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα είτε υπό την επίδραση ναρκωτικών ή οινοπνευματωδώναρχ.1. η ικανότητα να υπομένει κανείς εύκολα, η αντοχή2. ικανοποίηση, ευχαρίστηση3. αφθονία, πληθώρα4. γονιμότητα («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)5. περίοδος παραγωγικότητας6. επιδεξιότητα κινήσεων, χορευτική χάρη.
Dictionary of Greek. 2013.